ἤπειρον

ἤπειρον
ἤπειρος
terra firma
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἤπειρον — Ἤπειρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Новогреческая литература — Под этим названием разумеется литература греческого народа за время от взятия Константинополя турками в 1453 г. до наших дней. История ее распадается на три периода, из которых первый обнимает два с половиной века до начала XVIII стол. (период… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • List of Greek phrases — List of Greek Phrases/ProverbsContents *Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω *See also NOTOC Αα (h)a ;Apolytonic|γεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω: Ageōmetrētos mēdeis eisitō .: Let no one without knowledge of geometry enter . Motto over the… …   Wikipedia

  • MASAESYLIA — regio Libyae, Maurusiis contermina Steph. populi Masaesylii. Dionys. v. 187. Ε῎νςθα Μασαισύλιοί τε καὶ ἀγρόνομοι Μασυλῆες Βόσκονται σὺν παισὶν ἀν᾿ ἤπειρόν τε καὶ ὅλην, Μαιόμενοι βιότοιο κακὴν και ἀεικέα ςθήρην. Οὐ γὰρ γειομόροιο τομήν ἐδάησαν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NOMADES — I. NOMADES Africae populi inter Zeugitanam regionem et Mauritaniam siti, qui postea literis aliquot mutatis Numidae appellati sunt. Hos scribit Sallustius Bell. Iugurth. c. 18. ex Persis ortum eraxisse, qui Herculem in Hispaniam comitati sunt,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TANAIS — I. TANAIS incolis Don, fluv. Sarmatiae Europaeae notissimus et maximus, illam ab Asia disterminans, in Moscorum finibus oriens, et in meridiem oblique decurrens, ac in Moeoticam paludem magnâ vi aquarum influens. Silus Scythis dicitur, teste… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ήπειρος — Εκτεταμένο τμήμα ξηράς. Διακρίνεται από τα νησιά λόγω της μεγαλύτερης έκτασής του, ενώ χωρίζεται με τους ωκεανούς από τις άλλες η. Οι καθαυτό ή., με την ορθή έννοια του όρου, είναι τέσσερις: η ΑρχαίαΕυρασιατοαφρικανική ή., που σχηματίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • επτάπολις — ἑπτάπολις, ὁ, ἡ (Α) 1. (για χώρα), αυτός που περιέχει επτά πόλεις («ὅσσοι δ’ ἑπτάπολιν μεσάτην ἤπειρον ἔχουσιν», Διον. Περ.) 2. (για τον Όμηρο) αυτός που διεκδικείται από επτά πόλεις …   Dictionary of Greek

  • ετήτυμος — ἐτήτυμος, ον (εκτεταμένος ποιητ. τ. τού έτυμος) (Α) 1. αληθής, ακριβής («οὐκ ἔσθ ὅδε μῡθος ἐτήτυμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσωπα) αληθής, αψευδής, φιλαλήθης («οὐ ψευδόμαντις... ἀλλ ἐτήτυμος», Ευρ.) 3. πραγματικός, γνήσιος («ἐτήτυμος χρυσός»,… …   Dictionary of Greek

  • ληίζομαι — ληΐζομαι (AM, Α σπαν. και ενεργ. ληΐζω, επικ. και ιων. τ. λεΐζομαι, αττ. τ. λήζομαι) (ενεργ. και συν. μέσ.) λαφυραγωγώ, λεηλατώ, ληστεύω, διαρπάζω, ερημώνω με επιδρομή (α. «τὴν πολεμίαν ληΐσοντας», Θεοφύλ. Σ. β. «ἐλῄζοντο δὲ καὶ κατ ἤπειρον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”